φωσφοροῦσι

φωσφοροῦσι
φωσφορέω
bear
pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric)
φωσφορέω
bear
pres ind act 3rd pl (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • φωσφορώ — έω, Α [φωσφόρος] 1. φέρνω φως, φωτίζω 2. (αμτβ.) (κυρίως για τη σελήνη και για διάφορους πλανήτες) εμφανίζομαι στον ορίζοντα τη χρονική στιγμή που απέχω περισσότερο από 15° από τον Ήλιο, επιτέλλω 3. (μτβ.) μτφ. φέρνω στο φως, φέρνω στη ζωή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”